- τσαρά
- και τσερά, η, Ν1. κυρά2. θείαγιαγιά4. (στην Λέσβο) το ουράνιο τόξο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυρά / κερά με τσιτακισμό (πρβλ. τσίχλα: κίχλη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσάρα — η, Ν το πουλί τσίχλα … Dictionary of Greek
τσερά — η, Ν βλ. τσαρά … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Κάμινγκς, Έντουαρντ Έστλιν — (Edward Estlin Cummings, Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1894 – Νιου Κόνγουεϊ, Νιου Χαμσάιρ 1962). Αμερικανός ποιητής, συγγραφέας και ζωγράφος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησε ως εθελοντής… … Dictionary of Greek
Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος — (Ραμαβούνι Μεσσηνίας 1770 – Αθήνα 1843). Αγωνιστής του 1821. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών εγκατέλειψε την Αλωνίσταινα, όπου έμενε τότε, προσχωρώντας στην ομοσπονδία που είχε ιδρύσει ο Ζαχαριάς. Οι πρώτες σημαντικές μάχες του με τους Τούρκους… … Dictionary of Greek
Νικοτσάρας — I (1768 – 1808). Ψευδώνυμο του αρματολού του Ολύμπου Νίκου Τσάρα. Ο πατέρας του, Πάνος Τσάρας, δρούσε στον Όλυμπο επίσης ως αρματολός και σκοτώθηκε σε συμπλοκή με τους Τούρκους. Γνωστός είναι ο Ν. για τη δράση του το 1807, οπότε, θέλοντας να… … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek
Σταθάς — I Επώνυμο αρματολών, οι οποίοι κατάγονταν από το Βάλτο. 1. Γεροδήμος. Περιώνυμος αρματολός της επαρχίας του Βάλτου, ο οποίος άκμασε το 18o αι. Το 1766, αφού πείστηκε μαζί με άλλους οπλαρχηγούς από τον αποσταλμένο της Αικατερίνης B’ Έλληνα λοχαγό… … Dictionary of Greek